μεταχείριον

μεταχείριον
μεταχείριος
in the hand
masc/fem acc sg
μεταχείριος
in the hand
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταχείριος — μεταχείριος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στα χέρια ή μεταξύ τών χεριών 2. ο πάνω στα χέρια («χέων μεταχείριον ὕδωρ», Νόνν.) 3. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία κάποιου, υποχείριος, δούλος, σκλάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μετά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”